- άχρωστος
- ἄχρωστος, -ον (Α)1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄχρωστον — ἄχρωστος untouched masc/fem acc sg ἄχρωστος untouched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρώστων — ἄχρωστος untouched masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρωστα — ἄχρωστος untouched neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)